τιμητήριος

τιμητήριος
-ία, -ον, Α [τιμητήρ]
αυτός που γίνεται προκειμένου να τιμηθεί κάποιος, ιδίως θεός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιμητηρίοις — τιμητήριος honouring masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμητηρίους — τιμητήριος honouring masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμητήρια — τιμητήριος honouring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”